- φιλοφρονώ
- φιλοφρονῶ, -έω, ΝΜΑ [φιλόφρων, -ονος]φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένειααρχ.1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.)2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ3. (αμτβ.) είμαι ευδιάθετος4. φρ. α) «φιλοφρονοῡμαι θυμῷ» — πράττω, ενεργώ κατά βούληση άλλου (Πλάτ.)β) «φιλοφρονοῡμαι ἤθη κακά» — ενστερνίζομαι κακά ήθη (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.